- υπέραντλος
- -ον, Α1. (για πλοίο) πλημμυρισμένος από νερό («πρός τε τὴν θάλασσαν ἤδη βαρείας καὶ ὑπεράντλου γενομένης», Πλούτ.)2. ξέχειλος («ὑπέραντλος σιτοθήκη», Θεμίστ.)3. καταβεβλημένος από θλίψεις και ατυχίες («χαλεπᾷ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾷ», Ευρ.)4. υπερβολικός, ανυπόφορος («ὑπέραντλος ὕβρις», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἄντλος «αμπάρι πλοίου, το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό τού πλοίου, η θάλασσα» (πρβλ. κάτ-αντλος)].
Dictionary of Greek. 2013.